- χειροτεχνώ
- (ε) 1. αμετ.1) заниматься рукоделием; 2) заниматься ремеслом, кустарным промыслом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροτεχνώ — χειροτεχνῶ, έω, ΝΜΑ [χειροτέχνης] είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα … Dictionary of Greek
χειροτεχνώ — ησα, είμαι χειροτέχνης, κατασκευάζω χειροτεχνήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροτέχνημα — το, ΝΑ [χειροτεχνῶ] έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι («έκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής») … Dictionary of Greek